Τετάρτη 29 Φεβρουαρίου 2012



Η πεδινή πέρδικα είναι είδος ιθαγενές της Ευρώπης και της Ασίας. Η γεωγραφική της εξάπλωση εκτείνεται από τη δυτική Ευρώπη (κεντρική-βόρειο Ιβηρική Χερσόνησο, Μ. Βρετανία, Ιρλανδία και Γαλλία) και φθάνει ανατολικά μέχρι τη βόρειο-κεντρική Ρωσία και τη δυτική Σιβηρία. Βόρεια, η εξάπλωση ξεκινά από το νότιο τμήμα της Σκανδιναβικής Χερσονήσου (Σουηδία και Φιλανδία), και φθάνει νότια μέχρι τις μεσογειακές χώρες της Ευρώπης, τα βόρεια παράλια του Ευξείνου Πόντου, τον Καύκασο και τα δυτικά παράλια της Κασπίας Θάλασσας, την κεντρική Τουρκία και το βόρειο Ιράν.
Η πεδινή πέρδικα, μαζί με τον κολχικό φασιανό, είναι ίσως τα δημοφιλέστερα ενδημικά θηράματα παγκοσμίως. Προσπάθειες για εισαγωγή της πέρδικας στη Β. Αμερική άρχισαν ήδη από το 1790 στο Νιου Τζέρσει. Οι προσπάθειες εντάθηκαν και επεκτάθηκαν από το 1902-1922, και συνεχίσθηκαν και μέχρι το 1940 σε όλες σχεδόν τις πολιτείες των Η.Π.Α. και τις περιφέρειες του Καναδά. Σήμερα, μόνο 14 πολιτείες των Η.Π.Α. και 5 περιφέρειες του Καναδά έχουν πέρδικες. Ενδεικτικό της δημοτικότητας του πουλιού αυτού είναι ότι προσπάθειες εισαγωγής έγιναν και στη Ν. Ζηλανδία, Αυστραλία, Τασμανία, Χαβάη και Χιλή, χωρίς όμως αποτέλεσμα.
Ο τυπικός βιότοπος της πεδινής πέρδικας είναι οι ανοιχτές γεωργικές εκτάσεις, επίπεδες ή ελαφρά λοφώδεις, με εύφορο αλλά ξηρό έδαφος. Ιδανικός είναι ο συνδυασμός δημητριακών με άλλες καλλιέργειες, χορτολιβαδικές εκτάσεις, φυσικούς φράχτες και χέρσα σημεία. Όσο πιο μικρό το μέγεθος των αγροτεμαχίων, τόσο το καλύτερο, ώστε οι πέρδικες μέσα στην περιοχή ενδημίας τους να έχουν μία ποικιλία βλάστησης. Χρήσιμη είναι επίσης η παρουσία πηγών νερού και θέσεων για αμμόλουτρα. Η πεδινή πέρδικα αποφεύγει τις ερημικές ή ξερικές περιοχές, απότομες ή βραχώδεις εκτάσεις, υγρότοπους και δασωμένες περιοχές. Με δυσκολία ανέχεται υψηλή υγρασία και βροχή, ιδίως κατά την αναπαραγωγική περίοδο.
Φωλιάζει σε μια ποικιλία βλάστησης: φυσικούς φράχτες, χορτολιβαδικές εκτάσεις, σε χωράφια σιτηρών και άλλες καλλιέργειες. Κυρίαρχο ρόλο δεν παίζει το είδος, αλλά η φυσιογνωμία της βλάστησης την εποχή της φωλεοποίησης. Το ύψος και η πυκνότητα της βλάστησης γύρω από τη φωλιά πρέπει να την προστατεύουν από ακραίες θερμοκρασίες και καιρικά φαινόμενα. Σημαντικό είναι το γεγονός επίσης ότι η φωλιά τοποθετείται στην άκρη ή την περίμετρο του φυτοκαλύμματος ή κοντά σε κάποια εναλλαγή βλάστησης άρα οι άκρες είναι σημαντικές (κρασπεδικοί βιότοποι). Η φύση βέβαια, είναι γεμάτη εκπλήξεις. Ο Δρ. Πότς, ερευνητής και μετέπειτα διευθυντής του Βρετανικού Οργανισμού Θήρας (Game Conservancy) κάποτε έψαχνε για φωλιές στη Γερμανία. Ένας αγρότης τον πήγε σε ένα εγκαταλειμμένο δίπατο σπίτι που χρησιμοποιούσε για αχυρώνα. Σε κάθε ένα από τα 9 δωμάτια και στους δυο ορόφους, υπήρχε από ένα ζευγάρι πέρδικες που κλωσούσαν κανονικά σε φωλιές φτιαγμένες από άχυρο.
Οι οικογένειες με νεοσσούς επιλέγουν βιότοπο ανάλογα με τη διαθεσιμότητα της εντομοπανίδας και τη δομή της βλάστησης. Οι θέσεις αυτές πρέπει να έχουν έδαφος καθαρό και η βλάστηση να μην είναι πυκνή στη βάση, ώστε οι νεοσσοί να μπορούν να ακολουθούν τους γονείς. Επίσης, η βλάστηση πρέπει να έχει επαρκές ύψος και σκέπη για κάλυψη.
Το φθινόπωρο και το χειμώνα, τα κοπάδια χρησιμοποιούν ανοιχτές εκτάσεις, κυρίως οργωμένα χωράφια. Όταν οι καιρικές συνθήκες είναι ιδιαίτερα δυσμενείς, καταφεύγουν σε ακαλλιέργητα σημεία, θαμνοσυστάδες και άλλες προστατευμένες θέσεις. Και στις περιπτώσεις αυτές, οι θέσεις κατάκλισης βρίσκονται σε απόσταση 1 μικρότερη από 50 μ από την άκρη των αγροτεμαχίων.
Οι πέρδικες είναι ανθεκτικά πουλιά. Μπορούν με το αποθηκευμένο λίπος μόνο, να αντέξουν τρεις μέρες χωρίς τροφή στους -18oC. Σε μαλακό χιόνι μπορούν να σκάψουν για τροφή μέχρι βάθος 35 εκ. Μόνο όταν παγώσει το χιόνι έχουν πρόβλημα και παρατηρούνται μαζικοί θάνατοι. Όταν είναι να κοιμηθούν και κάνει πολύ κρύο, μαζεύονται όλες μαζί δίπλα-δίπλα. Όταν το χιόνι είναι πάνω από 30 εκ., σηκώνονται στον αέρα, παίρνουν ύψος, βουτούν μέσα στο χιόνι και παραμένουν στις τρύπες αυτές, όπου η θερμοκρασία είναι 2-3oC υψηλότερη.
Αναπαραγωγική διαδικασία-Κοινωνική συμπεριφορά
Το ζευγάρωμα αρχίζει από τα μέσα Ιανουαρίου και διαρκεί μέχρι τον Φεβρουάριο, ανάλογα με τον καιρό. Τα υπάρχοντα ζευγάρια ξανασμίγουν, όταν ζουν και οι δύο σύζυγοι και το ζευγάρι είναι πετυχημένο. Η κοινωνία είναι μητριαρχική, και έτσι μετακινούνται τα αρσενικά εκτός κοπαδιού για να βρουν σύντροφο. Ένα θηλυκό μπορεί να αλλάξει συντρόφους μέχρι να κατασταλάξει (έχει καταγραφεί μέχρι και 5 φορές). Η διασπορά αυτή εμποδίζει την αιμομιξία και ευνοεί την γενετική ποικιλομορφία.
Η κινητικότητα των περδίκων είναι μικρή. Οι συνήθεις μετακινήσεις από την χειμερινή περιοχή στην περιοχή αναπαραγωγής στις Η.Π Α. ήταν μέχρι 600 μ (86%), μέχρι 1100 μ (12,5%) και 2-5 χιλ. (1,5%). Παρομοίως, στη Γαλλία το 90-95% των πουλιών μετακινήθηκε σε αποστάσεις 500-1500 μ, ενώ η μεγίστη απόσταση ήταν 3400 μ. Ακόμη και σε περιπτώσεις απελευθερώσεων, το 78% μετακινήθηκε σε αποστάσεις μέχρι 2 χιλ. Συνεπώς, η «ακτινοβολία» των πουλιών από τα καταφύγια σε γειτονικές περιοχές είναι μάλλον μύθος, ιδίως αν τα καταφύγια είναι μεγάλα σε έκταση. Οι πέρδικες τόσο σε ζευγάρια, όσο και κοπάδια, καταλαμβάνουν συγκεκριμένη περιοχή μέσα στην οποία ζουν, που ονομάζεται περιοχή ενδημίας. Τα ζευγάρια αρχίζουν σταδιακά να απομονώνονται και τα γεωγραφικά όρια των περιοχών να γίνονται σαφέστερα, αλλά παρ’ όλα αυτά υπάρχει αλληλοκάλυψη των περιοχών.
Η αναπαραγωγική περίοδος αρχίζει από τα τέλη Μαρτίου ή αρχές Απριλίου, ανάλογα με το γεωγραφικό πλάτος. Ο αριθμός αυγών κυμαίνεται από 10-20, με μέση τιμή 13-17. Η πέρδικα είναι ίσως το μοναδικό πουλί με τόσο μεγάλο αριθμό αυγών ανά μονάδα βάρους του σώματος. Ο ρυθμός ωοτοκίας είναι 1 αυγό ανά 1-2 ημέρες και ο χρόνος επώασης 25 μέρες. Ένα ξεχωριστό χαρακτηριστικό της πεδινής πέρδικας είναι ότι κατά τη διάρκεια της ωοτοκίας, σκεπάζει τη φωλιά και τα αυγά με ένα στρώμα από ξερά χόρτα πάχους περίπου 2-3 εκ., που αφαιρείται όταν αρχίσει η επώαση. Η πεδινή πέρδικα είναι ατέρμονη ωοτόκος. Αν η φωλιά καταστραφεί, φτιάχνει δεύτερη φωλιά. Αυτές περιέχουν μικρότερο αριθμό αυγών από τις πρώτες (περίπου τα 2/3). Η πέρδικα δεν επαναφωλεοποιεί αν έχουν περάσει 10 ημέρες από την έναρξη της επώασης. Αναθρέφει μόνο μία νεοσσιά κάθε χρόνο. Μετά το πέρας της αναπαραγωγικής περιόδου, τα πουλιά κοπαδιάζουν.
Η βασική δομή του κοπαδιού αποτελείται από μία οικογένεια, δηλ. τους γονείς και τους νεοσσούς. Σε αυτήν μπορούν να προστεθούν ένα ή περισσότερα ανεπιτυχή ζευγάρια (χωρίς νεοσσούς), μεμονωμένα άτομα ή και νεοσσοί που έχασαν τους γονείς τους. Τα κοπάδια στις αρχές του φθινοπώρου αρχίζουν και εγκαθίστανται στις χειμερινές περιοχές ενδημίας.
Τροφικές συνήθειες
Η τροφή των ενηλίκων ατόμων αποτελείται από σπόρους δημητριακών και ζιζανίων, πράσινα φύλλα και πράσινα μέρη ποωδών φυτών, δημητριακών και μηδικής (τριφύλλι), και σε μικρότερο ποσοστό από έντομα. Το φθινόπωρο και ένα μεγάλο μέρος του χειμώνα, κυριαρχούν οι σπόροι δημητριακών (50-76%) και ζιζανίων (35-40%). Από τα τέλη του χειμώνα ως τις αρχές της άνοιξης, επικρατούν τα πράσινα μέρη των φυτών (68-92%), και από τα τέλη της άνοιξης και κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού επικρατούν οι σπόροι των ζιζανίων (18-54%) και τα πράσινα μέρη (10-14%). Η λήψη εντόμων αυξάνεται σταδιακά μέχρι και 13%. Οι νεοσσοί τρέφονται τις δύο πρώτες εβδομάδες σχεδόν αποκλειστικά με ζωική τροφή (έντομα) σε ποσοστό 90-95% και το υπόλοιπο σε σπόρους (σε αντίθεση με άλλα είδη περδίκων που τρέφονται μόνο τη πρώτη εβδομάδα με έντομα). Την τρίτη εβδομάδα, φυτική και ζωική ύλη συμμετέχουν σε ίσο ποσοστό, ενώ την τέταρτη εβδομάδα η φυτική ύλη φθάνει το 97%. Μέχρι τις 10 πρώτες ημέρες, οι νεοσσοί δεν μπορούν καν να πέψουν σπόρους. Αυτό τονίζει τη σημασία των εντόμων στη διατροφή των νεοσσών και είναι ίσως η αχίλλειος πτέρνα της πέρδικας.
Η χρυσή εποχή
Προτού αναφερθούμε στις αιτίες μείωσης της πέρδικας, ας δούμε για λίγο τη χρυσή εποχή, τότε που η πέρδικα ήταν η βασίλισσα των κάμπων της Ευρώπης.
Από τον Μεσαίωνα ακόμη, η πέρδικα προσφερόταν σαν θήραμα για ιερακοθηρία, δηλαδή το κυνήγι με γυμνασμένα γεράκια. Με την εμφάνιση των πυροβόλων όπλων, άλλαξε η μορφή του κυνηγίου. Ο κυνηγός χρησιμοποιούσε εμπροσθογεμές όπλο και σκύλο φέρμας για να εντοπίζει τις πέρδικες. Μετά την περίοδο 1870-1890 και την τελειοποίησης των οπισθογεμών πυροβόλων όπλων, άλλαξε και πάλι ο τρόπος, κυρίως στους κύκλους των ευγενών και των ευπόρων γαιοκτημόνων. Οι κυνηγοί παρατάσσονταν σε μία σειρά και παγανιστές ξεσήκωναν και έδιωχναν τα πουλιά, ώστε να περάσουν πετώντας πάνω από τα «τουφέκια».
Η πυκνότητα των πληθυσμών της πέρδικας ήταν μεγάλη, ιδίως μέχρι τα μέσα του προηγουμένου αιώνα. Σε μερικά αγροκτήματα της Αγγλίας έφθαναν τα 190-580 πουλιά / τετρ. χλμ. Οι ημερήσιες καρπώσεις έφθαναν τις αρκετές εκατοντάδες. Στο αγρόκτημα του Λόρδου Λοντεσπμόρο στο Γιόρκσάιρ, χτυπήθηκαν 1540 πουλιά σε 4 ημέρες κυνηγίου, το 1884. Η μεγίστη καταγεγραμμένη ημερήσια κάρπωση στην Αγγλία ήταν 2070 πουλιά (1952). Στην Τσεχοσλοβακία, τον 19ο αιώνα η κάρπωση έφθασε τα 4000 πουλιά σε μια μέρα.
Στα αγροκτήματα των ευγενών και ευπόρων γαιοκτημόνων, ημερήσιες και ετήσιες καρπώσεις καταγράφονταν με κάθε λεπτομέρεια – είχαν από τότε ΑΡΤΕΜΙΣ. Αυτό διότι ο αριθμός των πουλιών αντικατόπτριζε το επίπεδο διαχείρισης του αγροκτήματος, και οι διακυμάνσεις, τις επιδράσεις του φυσικού περιβάλλοντος στους πληθυσμούς των πουλιών.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα της χρυσής εκείνης εποχής ήταν ο Άγγλος Λόρδος ντε Γκρέυ (Μαρκήσιος του Ρίπον), και αξίζει να σταθούμε λίγο σε αυτόν. Την εποχή εκείνη οι ευγενείς παράγγελναν τα δίκαννα όπλα τους σε ζεύγη στους ξακουστούς οπλουργούς του Λονδίνου. Χρησιμοποιούσαν ένα βοηθό ο οποίος, ενώ ο κυνηγός έριχνε, αυτός γέμιζε το δεύτερο όπλο, έπαιρνε το άδειο, γέμιζε πάλι, κλπ. Ο Λόρδος ντε Γκρέυ παράγγελνε τα όπλα του σε τριάδα από τον φημισμένο οίκο Πύρντευ (Purdey), και μάλιστα με κοκόρια (εξώσφυρα). Χρησιμοποιούσε δύο βοηθούς για γεμιστές. Ήταν εξαίρετος σκοπευτής – λέγεται ότι σε μία φάση είχε 5 πουλιά κτυπημένα στον αέρα, πριν να πέσουν στο έδαφος. Το προσωπικό του ρεκόρ ήταν 300 πέρδικες σε μία μέρα. Κατά τη διάρκεια της ζωής του είχε χτυπήσει 556.813 θηράματα. Πέθανε το 1923 από καρδιακή ανακοπή σε ένα κυνήγι μπεκατσινιού στη Σκοτία.
Αιτίες παγκόσμιας μείωσης πληθυσμών
Οι πληθυσμοί της πεδινής πέρδικας υπέστησαν σημαντική μείωση, κυρίως μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Η μείωση αυτή ήταν μεγαλύτερη στην Ευρασία, και μικρότερη στην Αμερική. Αιτία ήταν οι μεγάλες μεταβολές που συντελέσθηκαν στον τομέα της γεωργίας,. Τα διάφορα γεωργικά φάρμακα, σε συνδυασμό με την υποβάθμιση του αγροτικού τοπίου ήταν οι βασικοί λόγοι που οδήγησαν στο αποτέλεσμα αυτό.
Ενδεικτικά αναφέρεται ότι πριν από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο οι ετήσιες καρπώσεις στη Βρετανία έφθαναν τα 2 εκατομμύρια πέρδικες, στη Γαλλία τα 4 εκ., στην Τσεχοσλοβακία τα 2,4 εκ. και στην Ουγγαρία το 1,3 εκ. Μετά τον πόλεμο, η μείωση έφθανε το 50-80% σε ορισμένες χώρες, και σε μερικές από αυτές αυτό σήμαινε ολική απαγόρευση του κυνηγίου της πέρδικας. Στη Βρετανία, η κάρπωση έπεσε στο 1 εκ. πέρδικες, στη Γαλλία στα 2,2 εκ., ενώ η Ουγγαρία και η Τσεχοσλοβακία αναγκάσθηκαν να απαγορεύσουν εντελώς το κυνήγι του είδους αυτού. Υπολογίζεται ότι συνολικά πριν τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο η ετήσια κάρπωση στην Ευρασία ήταν 18,5 εκ. πουλιά, ενώ μετά έπεσε μόλις στα 3,8 εκ. Στις Η.Π.Α. πριν τον Πόλεμο, η κάρπωση ανέρχονταν σε 1,1 εκ. πέρδικες ετησίως, ενώ μετά υπήρξε μείωση κατά 30% περίπου. Ο Καναδάς παρέμεινε σχεδόν ανεπηρέαστος, με ετήσια κάρπωση 200 χιλ. πέρδικες περίπου. Η χρήση των φαρμάκων άρχισε την δεκαετία του 1950 και κατά το διάστημα 1955-1975, εξαπλώθηκε σε όλη την Ευρώπη, παρ’ όλο που σε μερικές περιοχές της Γαλλίας, η χρήση τους άρχισε μόλις το 1970. Οι δυο κατηγορίες φαρμάκων που θεωρούνται υπεύθυνες για τη μείωση, είναι τα εντομοκτόνα και τα ζιζανιοκτόνα. Τα πρώτα, είναι υπεύθυνα απ’ ευθείας για τη μείωση της εντομοπανίδας, και για είδη που ήταν σημαντικά στην διατροφή των νεοσσών της πέρδικας, μέχρι την ηλικία των 6 εβδομάδων. Τα ζιζανιοκτόνα είχαν έμμεση επίδραση, διότι μείωναν τα ζιζάνια, που όμως αποτελούσαν το ενδιαίτημα πολλών ειδών εντόμων, που περιλαμβάνονταν στο διαιτολόγιο των νεοσσών. Ακόμη, η μείωση της πυκνότητας των ζιζανίων, εμπόδιζε την εξάπλωση και διασπορά κάποιων εντόμων με μειωμένες ικανότητες πτήσης. Αυτό είχε και σαν συνέπεια την άνιση κατανομή των εντόμων, με αποτέλεσμα οι οικογένειες με νεοσσούς να καταναλίσκουν περισσότερη ενέργεια για την εξεύρεση της τροφής.
Ο Δρ. Πότς, από τις αρχές τις δεκαετίας του 1970, πρώτος επεσήμανε την αρνητική επίδραση των γεωργικών φαρμάκων στην εντομοπανίδα, και κατ’ επέκταση στην επιβίωση των νεοσσών, με μετρήσεις σε συγκεκριμένες ομάδες εντόμων. Η θνησιμότητα των νεοσσών από το 1903 μέχρι το 1952 στην Βρετανία και την Ευρώπη κυμαίνονταν από 29-33%. Την περίοδο 1953-1961 το ποσοστό αυξήθηκε στο 37-50%, ενώ για την περίοδο 1962-1985 έφθασε το 51-67% στην Βρετανία, και το 45% περίπου στην υπόλοιπη Ευρώπη. Ακόμη, από την χρήση των ζιζανιοκτόνων, επήλθε σημαντική αλλαγή στη σύνθεση της χλωρίδας των ζιζανίων. Ορισμένα είδη αποτελούν σημαντική πηγή τροφής, τόσο για τους νεοσσούς, όσο και για τις ενήλικες πέρδικες.
Η άμεση επίδραση των φυτοφαρμάκων στην πέρδικα δεν είναι πάντα εμφανής. Είναι σχετικά λίγες οι περιπτώσεις απ’ ευθείας θανάτων από φυτοφάρμακα, αλλά αυτό δεν αποκλείει έμμεσες παρενέργειες στον οργανισμό, που τις καθιστούν ίσως περισσότερο ευάλωτες σε αρπακτικά ή ασθένειες. Σε εργαστηριακά πειράματα, ορισμένα ζιζανιοκτόνα προκαλούσαν μείωση της ωοπαραγωγής ή αποδείχθηκαν θανατηφόρα για τα έμβρυα, αν τα αυγά ψεκάζονταν με αυτά. Πέρα από τα φυτοφάρμακα, οι διαρθρωτικές αλλαγές που επήλθαν στη γεωργία, άλλαξαν σε μεγάλο βαθμό την εικόνα των αγροτικών οικοσυστημάτων. Χάθηκε η ποικιλία των καλλιεργειών και τα μικρά χωράφια συγχωνεύθηκαν σε μεγαλύτερα με επακόλουθο την εξαφάνιση των φυσικών φραχτών, φυσικών συνόρων και τεμαχίων φυσικής βλάστησης ανάμεσα τους. Η εκμηχάνιση της γεωργίας και η οικονομική αποδοτικότητα οδήγησαν σε εξειδίκευση της παραγωγής, μονοκαλλιέργεια, και αύξηση του μεγέθους των χωραφιών. Η χρήση γεωργικών μηχανημάτων επιτάχυνε τον θερισμό, με αποτέλεσμα να μην υπάρχουν εναλλακτικές θέσεις κάλυψης σε γειτονικά αγροτεμάχια. Έρευνες απέδειξαν ότι η πυκνότητα του πληθυσμού των ενηλίκων (γεννητόρων) εξαρτάται από τη διαθεσιμότητα και κατανομή θέσεων κάλυψης (φυσικών φραχτών, μη καλλιεργήσιμων σημείων), και επηρεάζεται αρνητικά από την αύξηση του μεγέθους των αγροτεμαχίων. Η αύξηση του μεγέθους των χωραφιών, μείωσε το φαινόμενο των κρασπεδικών βιοτόπων («άκρης»). Όλα τα παραπάνω μείωσαν τις θέσεις φωλεοποίησης και τις θέσεις για τα κοπάδια.
Διαχείριση
Στο παρελθόν, όταν η γεωργία ήταν πιο οικολογική, η διαχείριση συνίστατο κυρίως στην ελαχιστοποίηση της επίδρασης των αρπακτικών πάνω στην πέρδικα. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση της Μ. Βρετανίας, όπου μέχρι τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, υπήρχαν 25.000 θηροφυλακες στα μεγάλα αγροκτήματα, επιφορτισμένοι με τη φροντίδα των θηραμάτων και τον έλεγχο των αρπακτικών. Ήταν τόσο απηνής η δίωξη των αρπάγων, που μερικά από τα είδη αυτά έφθασαν κοντά στην εξαφάνιση.
Η στενή παρακολούθηση της πορείας των θηραμάτων ήταν η άλλη μέθοδος που ακολουθούνταν. Χαρακτηριστική επίσης ήταν η μέθοδος Γιούστον (Euston) που συνίστατο στο να παίρνονται τα αυγά από τις φωλιές όταν είχε αρχίσει η πέρδικα να κλωσά, και να αντικαθίστανται με ψεύτικα. Τα αυγά τοποθετούνταν για εκκόλαψη σε κότες-νανάκια και λίγο πριν να εκκολαφθοΰν, επιστρέφονταν πάλι στις φυσικές μητέρες. Έτσι προσπαθούσαν να ελαχιστοποιήσουν τις απώλειες από αρπακτικά και τους άλλους φυσικούς παράγοντες.
Σήμερα φυσικά, που οι βιότοποι έχουν υποβαθμισθεί, χρειάζεται η επέμβαση του ανθρώπου πρώτιστα σε αυτόν τον τομέα. Με την αγρανάπαυση, τη δημιουργία φυσικών φραχτών και ειδικών χέρσων λωρίδων για την ανάπτυξη φυσικής βλάστησης γύρω από τα χωράφια, με την τεχνητή εναλλαγή των καλλιεργειών (σπορές ειδικά για θηράματα), μπορεί ο βιότοπος να βελτιωθεί σημαντικά και να γίνει πιο φιλόξενος. Ο ψεκασμός με φυτοφάρμακα μπορεί να γίνεται 5-6 μέτρα από την άκρη των χωραφιών, ώστε να υπάρχει μια αράντιστη ζώνη για να τρέφονται οι οικογένειες με μικρά περδικόπουλα. Ο έλεγχος αρπακτικών μπορεί και πρέπει να γίνεται με προσοχή, ώστε σπάνια είδη να προστατεύονται και η ποικιλομορφία της πανίδας να διαφυλάσσεται. Βέβαια, ποτέ δεν θα φθάσουμε το χθες, αλλά θα υπάρχει μία ενδιάμεση, και σαφώς καλύτερη, κατάσταση.
Η πεδινή πέρδικα στην Ελλάδα
Η πεδινή πέρδικα αποτελούσε κοινό είδος στην Ελλάδα πριν την δεκαετία του 1960. Η γεωγραφική της κατανομή περιλάμβανε το μεγαλύτερο τμήμα της ηπειρωτικής Ελλάδας, πλην Πελοποννήσου. Στις αρχές του προηγουμένου αιώνα έφθανε μέχρι την Αττική και τον Ισθμό της Κορίνθου. Τον 19ο αιώνα υπήρχε και στην Ήπειρο, συμφωνά με μαρτυρίες ξένων περιηγητών. Σήμερα η γεωγραφική της κατανομή περιλαμβάνει τη Θράκη, Μακεδονία και Θεσσαλία μέχρι την Ελασσόνα. Ζει συνήθως μέχρι υψόμετρο 600μ περίπου, αλλά στο Όρος Μενοίκιο παρατηρήθηκε μικρός πληθυσμός στα 1300 μ. Ακραία περίπτωση είναι στο Όρος Γράμμος (2300 μ). Οι μετακινήσεις αυτές έγιναν μάλλον λόγω πίεσης από ανθρώπινες δραστηριότητες (μετά το 1981 στις Σέρρες).
Οι πληθυσμοί της πέρδικας άρχισαν να μειώνονται ραγδαία από τα μέσα της δεκαετίας του 1970, λόγω των διαρθρωτικών αλλαγών στη γεωργία και στο αγροτικό τοπίο, και των φυτοφαρμάκων. Η χρήση στρυχνοσίταρου («κόκκινο σιτάρι») για τον έλεγχο των τρωκτικών στα τέλη της δεκαετίας του 1980, προκάλεσε μαζικούς θανάτους σε πολλές περιοχές και έδωσε ένα καίριο πλήγμα στην πέρδικα. Παρά τις απώλειες όμως, υπάρχουν ακόμη ικανοί πληθυσμοί πέρδικας στη χώρα μας – υπάρχει ακόμη ελπίδα. Από μια έρευνα που πραγματοποιήθηκε το 1993-1994 με ερωτηματολόγια στα δασαρχεία όλης της χώρας, υπολογίσθηκε ότι η μέση πυκνότητα πληθυσμού ήταν 6-27 πουλιά /τετρ. χλμ. (0,8-3,6 ζευγάρια Χ 7,7), ενώ σε περιοχές των Νομών Κοζάνης και Θεσσαλονίκης η πυκνότητα έφθανε τα 50-95 πουλιά /τετρ. χλμ. (6,5-12,5 ζευγάρια). Εξαιρετικές πυκνότητες καταγράφηκαν στην περιοχή Ωραιοκάστρου Θεσσαλονίκης την περίοδο 1989-1992, όπου οι πυκνότητες μετά το τέλος της αναπαραγωγικής περιόδου έφθαναν τις 107-182 πέρδικες ανά τετρ. χλμ. Αντίστοιχα, οι πυκνότητες στη Γερμανία είναι 6-18 πέρδικες ανά τετρ. χλμ., στη Πολωνία 12-94, ενώ στη Γαλλία είναι κατά μέσο όρο 80 και σε μερικές περιοχές φθάνει τα 130-150 πουλιά ανά τετρ. χλμ. Στην Αμερική κυμαίνεται από 2-15 πουλιά ανά τετρ. χλμ. και σε μερικές περιοχές φθάνει τα 15-84, ενώ στον Καναδά φθάνουν τα 32-54 άτομα ανά τετρ. χλμ.
Ποιο είναι το μέλλον
Η πεδινή πέρδικα έχει αφεθεί στην τύχη της. Συγκαταλέγεται ακόμη στον Πίνακα Θηρεύσιμων Ειδών, αλλά το κυνήγι της έχει σταματήσει από το 1981. Παρά το καθεστώς πλήρους προστασίας εδώ και 14 χρόνια, οι πληθυσμοί της δεν έχουν αυξηθεί – το αντίθετο μάλιστα. Το κυνήγι λοιπόν δεν ευθύνεται για τη μείωση της. Η μόνη προσπάθεια για αναπληθυσμό του είδους στην Ελλάδα, έγινε το 1987 με τη συνεργασία 5 κυνηγετικών συλλόγων (τριών αθηναϊκών, Θήβας και Κιάτου). Παραγγέλθηκαν 650 πέρδικες από εκτροφείο στη Δανία και απελευθερώθηκαν στις περιοχές Κωπαϊδας, Μαυρικίου Θηβών και Κιάτου. Δυστυχώς οι πέρδικες δεν επιβίωσαν. Σήμερα γίνονται μεμονωμένες προσπάθειες μικρής κλίμακας από μερικές κυνηγετικές οργανώσεις, με πέρδικες ελληνικής προέλευσης.
Χρειάζεται να αναληφθεί μία οργανωμένη προσπάθεια σε βάθος χρόνου. Πρέπει να λειτουργήσει εκτροφείο που θα παράγει ικανό αριθμό περδίκων για απελευθέρωση. Παράλληλα, μπορεί να γίνεται σύλληψη αγρίων περδίκων, με ειδική άδεια, και απελευθέρωση σε επιλεγμένα σημεία. Καλό θα ήταν οι απελευθερώσεις να άρχιζαν από περιοχές όπου προϋπήρχαν πέρδικες και σταδιακά να επεκταθούν σε περιοχές που έχουν και σήμερα πληθυσμούς. Οι προσπάθειες πρέπει να ξεκινήσουν από περιοχές που έχουν ήπια γεωργία (σιτηρά) και στη συνέχεια να επεκταθούν και στις υπόλοιπες περιοχές, όπου όμως θα χρειασθούν επεμβάσεις βελτίωσης βιοτόπου. Ας μη θεωρούμε την πεδινή πέρδικα χαμένο θήραμα, όπως μερικοί υποστηρίζουν.


Πέρδικα – Alectoris Graeca
Έχει μήκος 32-35 εκατοστά, άνοιγμα φτερούγων 46-53 εκατοστά και βάρος 600-900 γραμμάρια. Τα φύλλά είναι ομοιόμορφα. Πάνω μέρος του σώματος, κεφάλι και στήθος σταχτόχρωμα. Πλευρά με εναλλασσόμενες εγκάρσιες μαύρες, καστανές και λευκές ράβδωσης. Οι παρειές και το μπροστινό τμήμα του λαιμού περιβάλλονται από μία πολύ χαρακτηριστική μαύρη λωρίδα που αρχίζει πάνω από το ράμφος και κατεβαίνει προς το λαιμό, γνωστό ως περιλαίμιο. Στο πάνω μέρος του κεφαλιού το περιλαίμιο προεκτείνεται προς τη βάση του ράμφους και σχηματίζει το λεγόμενο χαλινό.

Η ορεινή πέρδικα με τη νησιωτική πέρα από τις διαφορές στην εξάπλωση και το βιότοπο, έχει και αρκετές μορφολογικές διαφορές που μας δίνουν τη δυνατότητα να διακρίνουμε το ένα είδος από το άλλο.

•Το «χαλινό» το οποίο σχηματίζεται στη βάση του ράμφους της ορεινής, στη νησιωτική πέρδικα πέρα από σπάνιες εξαιρέσεις απουσιάζει.
•Το περιλαίμιο στην ορεινή περνάει πάvω από το μάτι ενώ στη νησιωτική το μάτι της περιβάλλεται από το περιλαίμιο.
•Τα καλυπτήρια φτερά της ωτικής χώρας στην ορεινή πέρδικα είναι γκριζωπά, ενώ στη νησιωτική πέρδικα είναι καστανόχρωμα.
•Ο λαιμός στη Γκρέκα είναι λευκός ενώ στην Τσούκαρ είναι μια απόχρωση του μπεζ.
•Οι πλευρικές γραμμές είναι 12-13 στην ορεινή ενώ στη νησιωτική είναι 8-10.
•Ο γενικός χρωματισμός της Γκρέκα είναι γκριζωπός ενώ στην Τσούκαρ είναι πιο κοκκινωπός.
•Διαφορά έχει και το κελάηδημα τους.

Τροφικές συνήθειες
Η τροφή της είναι κυρίως φυτική και κατά ένα μικρό μέρος ζωική. Αποτελείται από σπόρους φυτών, γράστεων, χυμώδεις καρπούς, σκουλήκια, έντομα, σαλιγκάρια κλπ. Μαζί με την τροφή καταπίνει και χαλίκια που βοηθούν στο άλεσμα αλλά γίνεται έτσι και πρόσληψη ασβεστίου.

Συνήθειες ζευγαρώματος
Είναι ενδημικό είδος (δεν αποδημεί), είναι κοινωνικό και ζει κατά οικογενειακές ομάδες 10-15 ατόμων ενώ κατά τη διάρκεια του χειμώνα μπορούν να συνενωθούν δύο οι περισσότερες τέτοιες ομάδες και να φτάσουν τα 40 άτομα. Η μονογαμία το διακατέχει και τον Ιανουάριο και Φεβρουάριο οι ομάδες διαλύονται και σχηματίζονται τα ζευγάρια. Οι διαφορά ανάμεσα στα 2 φύλα εντοπίζεται στον αστράγαλο των ποδιών τους, στο αρσενικό φαίνεται έντονα ο αστράγαλος ενώ στο θηλυκό καθόλου. Συνηθίζεται να ονομάζεται το αρσενικό »Κώτσος απο την ιδιομορφία του (κότσι). Το θηλυκό φωλιάζει στο έδαφος κάτω από θάμνους ή σε κοιλότητες του εδάφους στρώνοντας ξερά φύλλα χόρτα και λίγα πούπουλα. Το Μάρτιο με Απρίλιο γεννά 10-15 αυγά και τα επωάζει 20-21 μέρες. Οι νεοσσοί βαδίζουν αμέσως και τους φροντίζουν και οι δύο γονείς. Μπορούνε να τραφούν μόνα τους αλλά συνήθως οι γονείς συμπληρώνουν την διατροφή τους.

Συγκρότηση και συμπεριφορά του κοπαδιού.
Συνήθως τα κοπάδια αποτελούνται από τα ζευγάρια και τα μικρά τους καθώς και από ζευγάρια που δεν είχαν επιτυχημένη αναπαραγωγή. Η κοινωνική τους οργάνωση με τη μορφή του κοπαδιού αυξάνει τις πιθανότητες να επιβιώσούν τα άτομα που το απαρτίζουν, διότι επιτυγχάνεται αποτελεσματικότερη αντιμετώπιση των αρπακτικών.
Χαρακτηριστικό στοιχείο της συμπεριφοράς του είδους είναι το κελάηδημα νωρίς το πρωί και αργά το απόγευμα. Περά από τη λήψη της τροφής ασχολούνται και αρκετή ώρα με τη περιποίηση του φτερώματος τους και με τα αμμόλουτρα. Κατά τη διάρκεια της νύχτας κουρνιάζουν σε ανοιχτά σημεία του εδάφους.
Πετροπέρδικα , διαχειριστικά μέτρα που έχουν ληφθεί και προοπτικές
Στις τελευταίες δεκαετίες οι βιότοποι της παρουσιάζουν σοβαρή συρρίκνωση, λόγω διαφόρων ανθρωπογενών επιδράσεων στα φυσικά οικοσυστήματα. Το φάσμα των αιτιών που ευθύνονται για τα παραπάνω φαινόμενα είναι ευρύ χωρίς μέχρι σήμερα να έχει τεκμηριωθεί επιστημονικά η συμμετοχή και το μέγεθος της έντασης τους στην πληθυσμιακή μείωση της πέρδικας.

•Υπάρχουν περίπου πεντακόσια καταφύγια θηραμάτων στην Ελλάδα διασπαρμένα σε ολόκληρη την επικράτεια, όπου το κυνήγι απαγορεύεται σύμφωνα με τη δασική νομοθεσία. Στα περισσότερα καταφύγια, οι πληθυσμοί της πέρδικας είναι μικρότεροι από εκείνους στους οποίους ασκείται ελεύθερο κυνήγι. Πρέπει να αναπροσαρμοστεί ο θεσμός και να τεθεί σε λειτουργία ένα πιο ευέλικτο σχήμα.
•Στη χώρα μας λειτουργούν δέκα ελεγχόμενες κυνηγετικές περιοχές Στις Ε.Κ.Π. επιτρέπεται το κυνήγι σε συγκεκριμένη χρονική περίοδο. Οι περισσότερες από αυτές εμπλουτίζονται κάθε χρόνο με πέρδικες τσούκαρ, οι οποίες παράγονται στα κρατικά εκτροφεία. Η εισαγωγή της πέρδικας τσούκαρ (Alectorischucar) σε περιοχές που ενδημεί η Ορεινή πέρδικα (Alectorisgraeca) πέρα από τον ανταγωνισμό, εγκυμονεί τον κίνδυνο πιθανής γενετικής μόλυνσης με τη διασταύρωση τους. Η διασταύρωση των παραπάνω ειδών έχει επιτευχθεί σε συνθήκες τεχνητής εκτροφής από το Δασολόγο Ν. Μάνιο και τους γράφοντες και εκπονείται έρευνα από τους ίδιους για τη διασταύρωση των δύο ειδών και στο ελεύθερο περιβάλλον. Ανάλογος είναι και ο κίνδυνος στις νησιωτικές περιοχές, διότι δεν γνωρίζουμε την γενετική ταυτότητα των πουλιών που απελευθερώνονται, παρόλο που είναι το ίδιο είδος φαινοτυπικά τουλάχιστον, με τις ενδημικές πέρδικες των νησιών του Αιγαίου. Εξαιτίας των ανορθόδοξων μεθόδων απελευθέρωσης που ακολουθήθηκαν και εφαρμόζονται ακόμα και σήμερα τις περισσότερες φορές, ελάχιστες περδικές τσούκαρ επιβίωσαν στους βιότοπους που απελευθερώθηκαν. Έτσι το ένα λάθος διόρθωσε το άλλο λάθος, χωρίς όμως να έχουμε αποφύγει τον κίνδυνο του υβριδισμού.

Εχθροί
Οι κυριότεροι εχθροί της είναι οι αλεπούδες, κουνάβια, τα γεράκια, οι αγριόγατες και ο άνθρωπος. Ο πλυθησμός της στην Ελλάδα διατηρείτε σε μειωμένο επίπεδο σε σχέση με παλαιότερα χρόνια. Κύριοι λόγοι για την μειωσή της είναι η παύση των σπορών απο γεωργούς, η ακαταλόγιστη θήρα και η συνεχείς ενόχληση της απο διανύξεις δρόμων κτλ.

Αναφορές στα αρχαία κείμενα
Σύμφωνα με την παράδοση της αρχαιότητας, η πέρδικα ήταν μια ψυχρή και αναίσθητη γυναίκα. Μια μέρα, όπως κάθονταν δίπλα σε ένα πουρνάρι, είδε το μυθικό Δαίδαλο την στιγμή που έθαβε τον άμοιρο γιο του, τον Ίκαρο. Αντί να λυπηθεί για το δυστύχημα αυτό, όπως θα έκανε κάθε συμπονετικός άνθρωπος, άρχισε να ειρωνεύεται. Ο Θεός τότε οργίστηκε και την μεταμόρφωσε σε πουλί.
Οι αρχαίοι Έλληνες την είχαν σε ιδιαίτερη εκτίμηση και τη θεωρούσαν ως ένα από τα πιο εκλεπτυσμένα εδέσματα, που, μάλλον, απευθυνόταν στους πλούσιους Αθηναίους. Χαρακτηριστικό είναι το το δίστιχο του «Εμπόρου» του Διφίλου (Κoch II, 550) « Μα τον Δία, για μας δεν είναι δυνατόν να δούμε την πέρδικα και τη τσίχλα ούτε στον αέρα να πετάει» και υπονοεί «πόσο, μάλλον να τη φάμε». Στην αρχαιότητα ήταν αρκετά διαδεδομένα τα περδικοτροφεία με τις οικόσιτες πέρδικες και γινόταν διάκριση από τις λιβαδοπέρδικες (ατταγας). Στους Αχαρνεις, στ. 873, αναφέρεται ότι «Βοιωτός έμπορος φέρνει ατταγάς στην αγορά της Αθήνας από την ορνιθοτρόφο Κωπαΐδα». Αν και στα αρχαία κείμενα υπάρχουν αποσπάσματα που επαινούσαν τους «Αιγύπτιους ατταγάς».
Ο γιατρός Ορειβάσιος προτείνει να μαγειρεύεται μια μέρα μετά τη σφαγή για να είναι πιο μαλακό το κρέας της. Αξιόλογες συνταγές για τη μαγειρική της πέρδικας παρέχει και ο Ρωμαίος Απίκιος (di re coquinaria, VI)
O Aριστοτέλης και ο Θεόφραστος υποστήριζαν ότι η πέρδικα παραλλάζει τη φωνή της. Γενικά, η πέρδικα εθεωρείτο πονηρό και πανούργο πτηνό. Γι αυτό ο Αριστοφάνης αποκαλεί ως «πέρδικα» κάποιον πανούργο και δόλιο έμπορο. Ακόμα και ο σοφιστής Αθήναιος (160 – 230μ.Χ., περ.) συμφωνεί για την πανουργία του πτηνού (Αθην., 388b). Τέλος, ο Αριστοφάνης (στους Όρνιθες) χαρακτηρίζει ως πέρδικες τους δειλους και άτιμους ανθρώπους.Την πονηριά της πέρδικας εξιστορεί και ο Αίσωπος σε ένα μύθο του: « Ένας κυνηγός που του πήγε αργά ένας επισκέπτης του, δεν είχε τι να τον φιλέψει και άρπαξε την ήμερη (τιθασσόν) πέρδικα του για να τη σφάξει. Το πουλί τον κατηγόρησε για αχαριστία, γιατί, ενώ είχε πολλές ωφέλειες απ αυτό, και του πρόδιδε τους ομοφύλους του καλώντας τους, αυτός ήθελε να το σφάξει. Και αυτός του λέει: «Μα γι αυτό θα σε σφάξω, γιατί δε λυπάσαι τους ομοφύλους σου» (Αισώπου Μύθοι, Τ. Βουρνά, εκδ. Τολίδη).


                                                                   ορτυκι
Το ορτύκι είναι ένα από τα πιο όμορφα και ”εύκολα” κυνήγια (αν εξαιρέσουμε τις υψηλές θερμοκρασίες) που βρίσκεται ψηλά στις προτιμήσεις των κυνηγών. Βρίσκεται σε αρκετά ικανοποιητικούς βαθμούς στη Βόρεια Ελλάδα αλλά και στη Νότια μέχρι την Κοπαίδα. Ορτύκια λίγα σχετικά τοπιάρικα κρατάει και η Πελοπόννησος (Ηλεία, Μεσσηνία). Αλλά και στα νότια (Πελοπόννησο, Κύθηρα, Κρήτη) του ορτυκιού μετά τις 8-10 Σεπτέμβρη όπου ξεκινάει η αποδημία. Το κυνήγι του ορτυκιού γίνεται με σκύλο φίρμας αλλά και οποιαδήποτε άλλη ράτσα ιχνηλάτες όπως κόκερ, σπίγκες, λαμπραντόρ ακόμη και ελληνικό ιχνηλάτη. Το κυνήγι του ορτυκιού το χωρίζουμε σε δύο φάσεις.
Πρώτη φάση τα τοπιάρικα όπου ξεκινάει το κυνήγι στις 20 Αυγούστου και
Δεύτερη φάση τα περαστικά ορτύκια του Σεπτέμβρη μέχρι τέλος Νοεμβρίου.
ΑΥΓΟΥΣΤΙΑΤΙΚΑ ΟΡΤΥΚΙ
Είναι το δυσκολότερο κυνήγι ορτυκιού.Τα ορτύκια στους χώρους όπου έχουν αναπαραχθεί γνωρίζουν το περιβάλλον, έχουν αυτοπεποίθηση και τις περισσότερες φορές κοταρίζουν αρκετά μόλις αντιληφθούν την παρουσία του σκύλου. Τις πρωινές ώρες μετά το χάραμα για μια- δυο ώρες στα πιο καθαρά έξω που λέμε στα τριφύλλια, αποσιταργιές, ντοματιές, καπνά, βαμπάκια, στις άκρες. Μόλις περάσει η ώρα αρχίζουν και μπαίνουν στα πυκνά όπου εκεί η κατάσταση δυσκολεύει πάρα πολύ. Το βράδυ πριν τη δύση του ηλίου αρχίζουν να μετακινούνται έξω από τα πυκνά. Τα αρσενικά αυτές τις ώρες βγάζουν το χαρακτηριστικό ήχο του ορτυκιού, ένα επαναλαμβανόμενο κλι-κλι. Λόγω της ζέστης οι καλύτερες ώρες για να κυνηγήσουμε ορτύκια κάνα δύο ώρες το πρωί και μία-μιάμιση πριν νυχτώσει.
Μόλις λύσουμε το σκύλο μας ηθικά αν είναι ράτσα ανοιχτής έρευνας πόιντερ-σέτερ καλό είναι να περιμένουμε να ξεμανιάσει λίγο, να κάνει μερικά λασέ και μετά να τον οδηγήσουμε στον κυρίως κυνηγότοπο. Και αυτό γιατί σίγουρα θα αφήσουμε αρκετά κουτουπιασμένα πίσω. Αυτό το αντιλαμβανόμεθα όταν γυρνώντας πίσω στο ίδιο χωράφι ξανασηκώνουμε ορτύκια. Μου έχεθ τύχει να γυρίσω δύο και τρεις φορές στο ίδιο χωράφι και να σηκώνω συνέχεια ορτύκια. Ο καλός κυνηγός πρέπει να έχει υπομονή και ο καλός ο σκύλος επιμονή. Και η τελευταία άκρη του χωραφιού μπορεί να κρύβει ορτύκια.Τα ορτύκια προτιμούν τα καλυμμένα μέρη (με μουχρίτσα, χορτάρια, ψηλά θερισμένα σιτάρια, καλαμπόκια και κυρίως άκρες χωραφιού).
Ο σκύλος πρέπει να είναι μάστορας για να βγάζει αυτά τα ορτύκια που κοταρίζουν κάτω από αυτές τις τρομακτικές υψηλές θερμοκρασίες. Πρέπει να έχει φόρμα καλή αλλά στο ορτύκι το τοπιάρικο είναι απαραίτητο το ποχτάρισμα. Σκυλί που φερμάρει και μένει άγαλμα για ώρα χωρίς να ποντάρει δεν βγάζει ορτύκια. Πολλά καλά ορτυκόσκυλα όταν έχει υψηλές θερμοκρασίες βάζουν τη μύτη κάτω και ιχνηλατούν. Δεν είναι στο πρακτικό κυνήγι απορριπτέα αντίθετα είναι πιο απωθητικά ορισμένες φορές. Καλό είναι όταν ο σκύλος ποντάρει να προσπαθούμε να κάνουμε κύκλο ή να είμαστε πλάι του 10-15 μέτρα ώστε να μπλοκαριστεί το πουλί και ακόμα να πιέσουμε το ποντάρισμα. Δύσκολα βρίσκεις πραγματικά άριστα ορτυκόσκυλα. Φίλοι κυνηγοί αναφέρουν τα σκυλιά που βγάζουν ορτύκια τοπιάρικα στην Κοπαίδα, Κοπαιδόσκυλα, Σα να πρόκειται για άλλη ράτσα.
ΦΘΙΝΟΠΩΡΙΝΑ ΟΡΤΥΚΙΑ
Είναι πιο εύκολο το κυνήγι τους. Καταρχήν δεν υπάρχουν τόσο υψηλές θερμοκρασίες. Ο σκύλος κινείται πιο άνετα, μυρίζει καλύτερα, κουράζεται πιο λίγο, δουλεύει γενικά καλύτερα. Το ορτύκι που έχει πέσει τις πρωινές ώρες κουρασμένο δεν έχει την ίδια συμπεριφορά κατά κανόνα με το Αυγουστιάτικο το τοπιάρικο. Δεν κοταρίζει ή κοταρίζει λίγο και λουφάζει. Ο σκύλος το φερμάρει καλύτερα και για πολύ ώρα. Τα περασματιάρικα ορτύκια είναι άριστο κυνήγι για νεαρά σκυλιά- άπειρα σκυλιά, ορμητικά σκυλιά που ”φτιάχνονται” και αμβλύνουν τη φόρμα τους. Έχω δει άριστα σκυλιά σε όλες σχεδόν τις ράτσες. Πόιντερ Σέτερ σπάνιες Κούρτσχααρ, Ντράχτχααρ, σπρίγκελ και κόκερ. Μερικά μπάσταρδα πόιντερ-κούρτσχααρ, Γκέκα-πόιντερ, Γκέκα- κούρτσχααρ πραγματικά με έχουν εντυπωσιάσει. Ήταν σκυλιά που είχαν οι ντόπιοι κυνηγοί στα μέρη της Κορώνης, Πόρτο Κάγιο, Ελαφόνησσο. Τρομερή απόδοση στο ορτύκι, αφού είχαν δει τα συγκεκριμένα σκυλιά χιλιάδες ορτύκια. Δε νομίζω όμως να είχαν την ίδια επιτυχία στην μπεκάτσα ή την πέρδικα. Ήταν καθαρά ορτυκόσκυλα.
ΣΚΥΛΟΣ-ΟΡΤΥΚΙ
Ο σκύλος που κυνηγάει ορτύκια πρέπει να έχει πολύ καλή φυσική κατάσταση. Ο κίνδυνος θερμοπληξίας είναι ορατός ανά πάσα στιγμή. Ο σκύλος μας δεν πρέπει να είναι παχύς και πρέπει να έχει κανείς αρκετά εκπαιδευτικά πριν τις 20 Αυγούστου. Μην περιμένετε σκυλί που είναι κλεισμένο 6 μήνες την πρώτη μέρα να κυνηγήσει. Σε μισή ώρα θα έρχεται πίσω από τα πόδια σας. Μεγάλο πρόβλημα είναι τα πέλματα του σκύλου στα πρώτα κυνήγια. Λίγο βαζελίνη στα πέλματα από το βράδυ και το πρωί θα προστατεύσει έναν αγύμναστο σκύλο. Απαραίτητο στο κυνήγι ορτυκιού να έχουμε κοντά μας άφθονο νερό. Μια μπάλα πλαστική κομμένη στη μέση είναι άριστο πιατάκι για νερό και μπαίνει εύκολα στην τσέπη μας. Στο σκύλο μας δίνουμε λίγο νερό πολλές φορές και αν έχουμε αρκετό του βρέχουμε το κεφάλι πίσω και την κοιλιά. Εάν το σκυλί μας σταματήσει να κυνηγάει δεν το πιέζουμε. Το παίρνουμε και φεύγουμε εάν το θέλουμε και για την άλλη μέρα. Σκύλος που θα κυνηγήσει πρωί απόγευμα την άλλη μέρα το πρωί θα ”πέσει ” πιο γρήγορα. Προσωπικά το σκύλο μου τον κυνηγάω ειδικά τον Αύγουστο ή πρωί ή απόγευμα. Αποφεύγω τις πολλές ώρες και αν κυνηγήσω καμιά φορά πρωί απόγευμα θα είναι από μια- μιάμιση ώρα. Τα άτριχα σκυλιά υπερτερούν φυσικά από τα μακρύτριχα. Θέλουν λιγότερο νερό, αντέχουν πιο πολύ στις θερμοκρασίες. Πιστεύω ότι σκυλιά με μέτριες ταχύτητες Κούρτσχααρ – Βίσλα – Εσπανιέλ έχουν καλύτερα σε γενικές γραμμές αποτελέσματα στο ορτύκι.
ΟΠΛΑ-ΦΥΣΙΓΓΙΑ
Νομίζω ότι στο ορτύκι ταιριάζει καλύτερα το δίκανο. Ένα δίκανο εξάρι , κοντόκανο 4-5 αστέρια θεωρώ ότι είναι το ιδανικό όπλο για το ορτύκι. Αλλά και η καραμπίνα με τσοκ 4 ή 5 αστέρια είναι αποδοτικότατη στο ορτύκι. Προσωπικά κυνηγάω με δίκανο δισκάνδαλο 66cm 3-4 αστέρια. Στην ανοιχτή κάνη βάζω Νο 10 μερικές φορές όμως και διασποράς 28 έως 30 gr. Στην αριστερή ένα ενιαράκι, Νο 9, μάλινη τάπα κανονικό 30-32 gr. που θα μου δώσει καλύτερη συγκέντρωση στο μακρινό ορτύκι άσε που πολλές φορές κόβω και κανένα τρύγονι. Τα 28 gr. δεν τα βάζω μόνο γιατί έχω μαλακιές τουφεκιές αλλά γιατί με λίγα σκάγια και διασποράς ή μάλλινη τάπα Δε χαλάς τα πουλιά. Θυμάμαι πριν χρόνια όταν τουφεκούσα ορτύκια στα 8-10 μέτρα με εννιάρια έπαιρνα ένα ορτύκι διαλυμένο να τρέχουν αίματα και λίπος. Ένα δεκαράκι σκάγι στο φτερό σου ή στο σώμα σου δίνει το ορτύκι στην τσάντα, γιατί λοιπόν οι υπερβολές? Ποιος ο λόγος να γεμίσω το πουλί με σκάγια?
ΤΟΥΦΕΚΙΑ – ΑΣΦΑΛΕΙΑ
Το μεγαλύτερο μερίδιο αποτυχίας στο ορτύκι το έχει η γρήγορη τουφεκιά. Πολλοί κυνηγοί ξαφνιάζονται όταν πετάγεται το ορτύκι έστω και αν ο σκύλος τους φερμάρει. Πυροβολούν το ορτύκι στα 4-5 μέτρα. Εκεί ή δεν θα το πάρεις ή αν το πάρεις θα το διαλύσεις. Θυμάμαι το φίλο μου το Στέφανο Σταυρινούδη από τη Χίο, μερακλή κυνηγό, ο οποίος κυνηγούσε με εικοσαράκια 20 cal και 28 cal δικιάς του κατασκευής, το ορτύκι. Ήτανε ο άνθρωπος που με είχε πάει στην Κορώνη για τρυγόνι, ορτύκι Απριλιάτικο. Έτος 1978. Το ελάττωμα το δικό μου, όπως και πολλών άλλων κυνηγών, τουφεκούσα γρήγορα με τα γνωστά επακόλουθα . Μου ‘λεγε “μόλις πεταχτεί το πουλί θα μετρήσεις μέχρι τρία και μετά θα πυροβολήσεις”. Οπότε με απείλησε με κόκκινη κάρτα και με υποχρέωσε να υπακούσω αλλιώς Δε θα με ξανάπαιρνε κοντά του, να κυνηγάω με το δίκανο στον ώμο. Φερμαριστό το σκυλί, ο Μπάμπης το δίκανο κρεμασμένο. Μόλις πεταγότανε το ορτύκι τότε ξεκινούσε για μένα να μετράει ο χρόνος. Πόσο καλό μου έκανες μπάρμπα Στέφανε. Ας είσαι καλά εκεί που είσαι.
Το ορτύκι πρώτο και η μπεκάτσα μετά είναι τα θηράματα που χρειάζονται τη μεγαλύτερη προσοχή. Το ορτύκι πετάει χαμηλά στο ύψος του ανθρώπου. Δεν τουφεκάμε ποτέ αν δεν είμαστε σίγουροι. Κάποια προστατευτικά γυαλιά ίσως λύνουν μερικώς το πρόβλημα.